Τετάρτη 19 Οκτωβρίου 2016

Δρ. Ιωάννη Β. Τσάγκα

“Οι Τρεις Ιεράρχες ως διδάσκαλοι και παιδαγωγοί”
ΛΕΙΒΑΔΕΙΑ 30 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2014
 Δρ. Ιωάννη Β. Τσάγκα
 Σχ. Συμβούλου ΚΛ ΠΕ01
   
    
  Την 30η του μηνός Ιανουαρίου κάθε χρόνου, Εκκλησία και Παιδεία, δάσκαλοι και μαθητές, παιδαγωγοί και παιδαγωγούμενοι, γιορτάζουμε τη μνήμη των Αγίων Ιεραρχών, και Οικουμενικών διδασκάλων Βασιλείου του Μεγάλου με τον «ένθεο νου» Γρηγορίου του Θεολόγου με τη «θεία φωνή» και Ιωάννη του Χρυσοστόμου με το «πάγχρυσο στόμα».
          Η γιορτή αυτή σοφότατα καθιερωμένη ως γιορτή των ελληνικών και χριστιανικών γραμμάτων, πέρα από το ότι θέλει να υπενθυμίζει την αξία των ιδανικών του Γένους μας, προβάλλει τους Τρεις μεγάλους Πατέρες ως πρότυπα για όσους σπουδάζουν ή διδάσκουν στα σχολεία.  Και οι τρεις υπήρξαν «έργω και λόγω» άριστοι διδάσκαλοι και παιδαγωγοί, προσωπικότητες από τις λίγες στην ιστορία της παιδείας δικαιούμενοι, να φέρουν ανεπιφύλακτα τόσο τον τίτλο του δασκάλου, όσο και τον τίτλο του παιδαγωγού. Διαπρεπείς ερευνητές αποδέχονται  την άποψη ότι οι Πατέρες, αυτοί του 4ου αι. μ.Χ. έθεσαν τα θεμέλια ενός νέου πνευματικού πολιτισμού, ο οποίος «ενώ είχε τις ρίζες του στον πολιτισμό της κλασσικής ελληνικής αρχαιότητας, παρουσιάζεται ριζικά διαφοροποιημένος χάρη στην καθοριστική επίδραση του χριστιανικού πνεύματος που τον εξέθρεψε». Ειδικότερα οι Τρεις σήμερα τιμώμενοι Ιεράρχες και διδάσκαλοι, εμπνεόμενοι από το δάσκαλο των δασκάλων και καθηγητή των καθηγητών όλων των αιώνων, τον Ιησού Χριστό, συνέβαλαν σε μεγάλο βαθμό
στη δημιουργία ενός νέου για την εποχή εκείνη ακραιφνούς και υγιούς πνευματικού πολιτισμού και ενός νέου ιδεώδους αγωγής και παιδείας. Με την παιδαγωγική τους σοφία καθιέρωσαν το παιδαγωγικό πρότυπο του «χριστιανού ανθρώπου», το οποίο υποβοηθά τους νέους να πραγματώσουν στη ζωή τους το ιδεώδες της αληθινής μόρφωσης και να αδράξουν το νόημα της ζωής και τον αληθινό τους προορισμό.
          Η εκπαίδευση και οι πνευματικοί ηγέτες του τόπου μας τιμούν «τους δασκάλους της κτίσεως απάσης και τους του Λόγου Ρήτορας». Ο Ελληνισμός, όπου γης, τους τιμά ως κατ’ εξοχήν πρότυπα της επιστήμης και της διαπαιδαγώγησης των παιδιών και των εφήβων. Όλα δε τα Ανώτερα και Ανώτατα πνευματικά Ιδρύματα έχουν καθιερώσει την 30η Ιανουαρίου αργία και τη θεωρούν ως ημέρα των γραμμάτων και συγχρόνως αποτίουν φόρο τιμής, μνήμης και ευγνωμοσύνης σε όλους όσοι διετέλεσαν καθηγητές, δωρητές και ευεργέτες της παιδείας του Γένους.
          Σε μια εποχή που η παιδεία μας «το μεγάλο μας πάντα πρόβλημα» μεταρρυθμίζεται και ανασυντάσσεται αναζητώντας μέσα από μέτρα εκσυγχρονισμού την ποιοτική αναβάθμισή της, επιβάλλεται «ειπέρ ποτέ και άλλοτε» η αναβάπτισή της και η αναβάπτιση όλων μας στη σκέψη, το λόγο και τα οράματα των «ένθεων και σοφών διδασκάλων» των Τριών Ιεραρχών. Πώς δικαιολογείται όμως οι τρεις αυτοί Ιεράρχες από το μεγάλο στερέωμα των Ελλήνων Πατέρων να θεωρούνται ως κατ’ εξοχήν προστάτες της Ελληνορθόδοξης Παιδείας και ως ρηξικέλευθοι παιδαγωγοί και δάσκαλοι του Γένους μας;
          Ο υμνογράφος της Εκκλησίας μας υπογραμμίζει ότι οι Τρεις Ιεράρχες, υπήρξαν: «Της εκκλησίας τα μεγάλα προπύργια» «οι στύλοι της Ευσεβείας», «τα του Πνεύματος όργανα», «οι επίγειοι άγγελοι» «οι της Οικουμένης διδάσκαλοι». Και όμως δεν υπήρξαν μόνο ιερωμένοι ή απλοί και μονομερείς θεολόγοι, αλλά ήταν στην κυριολεξία «πανεπιστήμονες», πρωταθλητές του πνεύματος και της αρετής. Θα χρειαζόταν να πει κανείς παρά πολλά για να ξετυλιχθούν μπροστά στα μάτια  μας ελάχιστες μόνο πτυχές της ακάματης ποιμαντικής τους δραστηριότητας της απαράμιλλης συγγραφικής τους δύναμης και της ασυναγώνιστης διδασκαλικής και  παιδαγωγικής τους σοφίας. Ως μαθητές και φοιτητές υπήρξαν υποδείγματα, πρότυπα για τους συμμαθητές και συμφοιτητές τους.
          Τους συνέδεε τόσο η βαθιά γνώση της αρχαίας και θείας σοφίας όσο και κάποια ανώτερα ψυχικά και πνευματικά γνωρίσματα.
          Ο Βασίλειος(330-379) τα πρώτα γράμματα τα έμαθε από τον πατέρα του και μετά φοίτησε σε διάφορες σχολές της ιδιαίτερης πατρίδας του, της Καισάρειας και του Βυζαντίου. Ήλθε έφηβος στην Αθήνα και σπούδασε με ζήλο, επιμέλεια και θαυμαστή επίδοση φιλοσοφία και ιατρική, καθώς και νομική, αστρονομία και ρητορική με μεγάλη επιτυχία. Στην πόλη της Παλλάδας συναντήθηκε με το Γρηγόριο το Ναζιανζηνό και έκτοτε συνδέθηκαν με μια σπάνια φιλία, για την οποία ο Γρηγόριος έλεγε : «φαινόταν σαν να είχαμε μια ψυχή σε δύο σώματα», «ήμεν ομόστεγοι ομοδίαιτοι, ομοτράπεζοι». Το συγγραφικό του έργο είναι απαράμιλλο. Διακρίνεται για την ακρίβεια και την καθαρότητα των λόγων του, το ρεαλισμό και τη βαθιά κριτική δύναμη του πνεύματός του. Ήρεμος, αποφασιστικός, θαρραλέος με σταθερή θέληση και έμφυτο θάρρος, ήταν τα χαρακτηριστικά των ψυχικών του αρετών που τον ωθούσαν σε κοινωνική δράση και κοινωνικό έργο.
          Ο Γρηγόριος (328-391 μ.Χ.) σπούδασε κι αυτός στη Ναζιανζό της Καππαδοκίας, στην Καισάρεια, όπου γνώρισε το Βασίλειο και συνέχισε τις Φιλοσοφικές σπουδές του στην Παλαιστίνη, την Αλεξάνδρεια και την Αθήνα, όπου γνώρισε και τον Ιουλιανό τον Παραβάτη. Ήταν θεωρητικός θεολόγος, ρομαντικός, ενώ η ευγλωττία του και το ποιητικό του τάλαντο δεν ήταν συνηθισμένα. Άνθρωπος φιλήσυχος αναμειγνυόταν στα κοινά και στη δράση όταν το απαιτούσαν οι περιστάσεις. Πάνω απ’ όλα επιβλήθηκε με την αρετή του.
          Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος (354-407 μ.Χ.), ήταν ο διαπρεπέστερος μαθητής του μεγάλου Εθνικού Ρήτορα Λιβάνιου και αρχικά άσκησε το επάγγελμα του ρητοροδιδάσκαλου. Η ρητορική του δεινότητα, η φιλολογική του κατάρτιση και η ικανότητα να πείθει το λαό αποτελούσαν προϋποθέσεις για μια πετυχημένη πολιτική σταδιοδρομία.Ο Χρυσόστομος όμως ακολούθησε άλλη πορεία, την πορεία του Σταυρού και της Ανάστασης, της δράσης στην υπηρεσία του λαού, των πτωχών, των αποδιωγμένων, την οργάνωση της Εκκλησίας, την κάθαρση Αυτής και τον ακάματο μόχθο για την αρετή του λαού του Θεού. Τον κέρδισε, όμως η Θεολογία και όχι η Νομική και τα δικαστήρια. Ο Χρυσόστομος αναδείχτηκε ρήτορας θαυμαστός, απαράμιλλος χειριστής του λόγου, ευθύτατος και διεισδυτικότατος ψυχολόγος και καταπληκτικός παιδαγωγός. Ανήκει στα φωτεινά αστέρια, όχι μόνο στο στερέωμα των Ελλήνων Πατέρων και διδασκάλων αλλά της Οικουμένης.
 Και οι Τρεις Ιεράρχες ,«της οικουμένης διδάσκαλοι» υπήρξαν άνθρωποι που συνδύασαν άριστα επιστήμη και αρετή, μόρφωση και δράση, θεωρία και πράξη, αλήθεια και αγάπη. Τα πολύπλευρα και πολυδιάστατα έργα της δίνουν μέχρι σήμερα το στίγμα τόσο της ιδιαιτερότητας όσο και της οικουμενικότητας, της σκέψης και διδαχής των τριών διδασκάλων. Απέβησαν στέρεα και αμετάθετα σύμβολα της ελληνορθόδοξης παιδείας, ανυποχώρητοι ήρωες της πίστης και της αλήθειας, όπως η ίδια η ιστορία τους καταξίωσε.
          Και οι Τρεις Ιεράρχες έτρεφαν μεγάλη εμπιστοσύνη στην αναμορφωτική δύναμη της αγωγής και της παιδείας «Της τέχνης ταύτης ουκ έστιν άλλη μείζων˙ τι γαρ ίσον του ρυθμίσαι ψυχήν και διαπλάσαι νέου διάνοιαν» (P.B. 58, 584) διερωτάται ο Χρυσόστομος. Ο Γρηγόριος εξ ονόματος και των άλλων δύο διακηρύσσει: «Οιμαι (=νομίζω) πάσιν ανωμολογήσθαι τον νουν εχόντων, παίδευσιν των παρ’ ημίν αγαθόν είναι το πρώτον». Πράγματι πόση αλήθεια κρύβει αυτή η θέση του Γρηγορίου, ότι το έργο της αγωγής και παιδείας των παιδιών και των εφήβων, ιδιαίτερα σήμερα είναι «τέχνη τεχνών» και «επιστήμη επιστημών» και ακόμη ότι οι δάσκαλοι «καθαρθήναι πρώτον και είτα καθάραι, σοφισθήναι και είτα σοφίσαι».
          Παρότρυνε τους δασκάλους «ή μη διδάσκειν ή διδάσκειν τω τρόπω». Ο Βασίλειος δε υπογράμμιζε: «Ο τον κειμένον εγείρειν βουλόμενος υψηλότερος είναι του πεπτώκοτος οφείλει» που σημαίνει ότι ο δάσκαλος παιδαγωγεί ή διδάσκει τόσο με τις γνώσεις του όσο και με το παράδειγμά του.
          Ο δάσκαλος και για τους Τρεις Ιεράρχες έχει συνείδηση των λόγων και πράξεων του και γι’ αυτό «ουδέν ανάρμοστον ουδέ εκμέλει εαυτώ συνειδώς», που πάει να πει ότι πρέπει να έχει επίγνωση του υψηλού λειτουργήματός του.
          Οι Παιδαγωγικές ιδέες, γνώμες και αντιλήψεις των Τριών Ιεραρχών εκείνης της μακρινής εποχής είναι σύμφωνες με τις σύγχρονες περί αγωγής των παιδιών και των εφήβων θέσεις της επιστήμης της Παιδαγωγικής. Ο Χρυσόστομος ήταν θιασώτης μιας αγωγής των νέων «εν ελευθερία», χωρίς καταπίεση και αυταρχισμό. Τα λόγια του είναι καθαρά: «Μη παροργίζετε τα τέκνα ημών, οιον οι πολλοί ποιούσιν … ουχ ως ελευθέρας αλλ’ ως ανδραπόδοις» δηλ. ως σκλάβος (P.G. 62, 150). Ο πιστός της παιδείας κατά τον Βασίλειο είναι η ανύψωση του παιδαγωγούμενου, του μαθητή στον κατά φιλοσοφίαν βίον. Μορφωμένος και σοφός δεν είναι εκείνος που είναι πολύξερος, αλλά ο τελειωμένος κατά Χριστόν (Ερμ. Εις τον Προφ. Ησ. Α’ 5070).
          Ο Χρυσόστομος δίδει επιγραμματικά τα βασικά στοιχεία μιας αποτελεσματικής παιδείας και συνοψίζει σε τέσσερα σημεία οργανικά συνδεδεμένα με την αγάπη και το σκοπό της αγωγής. 1. Το «χαλινούν μετ’ ακριβείας», δηλ. η ακρίβεια της χαλιναγώγησης των νέων. Να γνωρίζουν τι επιδιώκουν, να θέτουν στόχους, να έχουν προοπτικές. 2. Το «εθίζειν προς τα δέοντα». Ο εθισμός σ’ ένα τρόπο ζωής. 3. Το «ρυθμίζειν». Η παιδεία είναι αγωγή με τη διδασκαλία και επιβάλλεται να υιοθετεί τέτοιες στάσεις και συμπεριφορές στον παιδαγωγούμενο, ώστε να γνωρίζει με το «κριτικό πνεύμα» και την «κριτική συνείδηση» ό,τι είναι καλύτερο για τον ίδιο και το μέλλον της ανθρωπότητας. 4. Το «κολάζειν τα νοσήματα της ψυχής». Η προσπάθεια να θεραπεύσει τα νοσηρά ψυχικά συμπτώματα του νέου.
          Σταχυολογούμε μερικές διαχρονικές παιδαγωγικές αρχές (=αξιώματα) των Τριών Ιεραρχών, οι οποίες αναφέρονται στο ρόλο, το έργο και την προσωπικότητα του δασκάλου. «Ουδέν γαρ ίδιον προς διδασκαλίαν επαγωγόν ως το φιλείν και φιλείσθαι» (P.G. 62, 529) «Και τον θρασύν επιεική και τον ασελγή σώφρονα ποιεί το φιλείν» (P.G. 61, 285), τονίζει ο Χρυσόστομος και παροτρύνει: «μακροθυμείτε προς πάντας και προς ατάκτους σφόδρα˙ ουδέν γαρ τούτου φάρμακον ίσον τω διδασκάλω». Η γνώμη του Χρυσοστόμου για την αγωγή και παιδεία «εν Χριστώ» των μαθητών είναι πολύμορφη και πολυπορισματική. Διέγνωσε πόση μεγάλη σημασία έχει για το διδασκόμενο η διδασκαλία να γίνεται με αγάπη προς αυτόν. Σημειώνει ότι ο μαθητής θα πρέπει να συμμετέχει ενεργά στη διδασκαλία και να διατυπώνει απορίες και γνώμες. Κάνει λόγο για τη λιτότητα και την αποφυγή επαναλήψεων, ώστε να εξασφαλίζεται η ψυχοσωματική ανάπτυξη του μαθητή (P.G. 49, 190). Ομιλεί για την επίδραση της γυμναστικής, την επενέργεια της Μουσικής και υπογραμμίζει ότι ο παιδαγωγός πρέπει να έχει επιστημονική επάρκεια και να είναι ακέραιος χαρακτήρας. Επιβάλλεται ο παιδαγωγός ν’ αποσκοπεί στη διαμόρφωση του παιδιού σε εικόνα Θεού και «το καθ’ ομοίωσιν αποδιδούς» (P.G. 62, 144).
          Για το Γρηγόριο το παράδειγμα του δασκάλου στην εφαρμογή των όσων διδάσκει είναι η βάση της αγωγής. Κατά τον Μέγα Βασίλειο ο διδάσκαλος επιβάλλεται να τυγχάνει της εμπιστοσύνης των μαθητών του. Όταν δε διδάσκει δεν πρέπει να είναι μήτε ασαφής, μήτε περιττός και μάταιος. Δέον να είναι σύντομος, ώστε να μην κουράζει τη μνήμη των μαθητών χωρίς πάλι να είναι και υπερβολικά βραχύλογος. Ακόμη δεν πρέπει να διδάσκει πολλά. Πολλές φορές «δέον να ταυτολογή» ώστε δια της επαναλήψεως να εμπεδώνει τις γνώσεις των μαθητών. Επιβάλλεται να αρχίζει από τα γνωστά και να χρησιμοποιεί κατανοητή γλώσσα για τους μαθητές του. Η διδασκαλία να γίνεται εποπτικά: «ως των πραγμάτων μάλλον εμποιούντων την πληροφορίαν της αληθείας. Οφείλει, δε ο διδάσκαλος να είναι «εαυτού διδάσκαλος και νόμος έμφυτος και κανών αρετής» (Κατ’ Ευνομίου Β’: Α’ 2413 και 285 Α).
          Μια άλλη παιδαγωγική και διδακτική αρχή αναφέρεται στην επιλογή της διδακτέας ύλης. Στο τι πρέπει οι μαθητές να μαθαίνουν. Στο γνωστό σύγγραμμά του «Προς τους νέους όπως αν εξ ελληνικών οφελοίντο λόγων» ο Βασίλειος λέγει ότι όπως ο κηπουρός παραμερίζει τ’ αγκάθια για να κόψει τα τριαντάφυλλα, έτσι και ο σωστός δάσκαλος οφείλει να προσέχει τη διδασκαλία του Μαθήματός του προς τους μαθητές του, ώστε να τρέφονται, μορφώνονται και αναπτύσσονται ομαλά: «Και καθάπερ της ροδωνίας του ανθούς δρεψάμενοι, τας ακάνθας εκηλίνομεν, ούτω και επί των τοιούτων λόγων. Όσον χρήσιμον καρπώ δάμενος το βαλβερόν φυλαξόμεθα».
          Η αξία του δάσκαλου κατά τον Χρυσόστομο διαφαίνεται όταν από ένα σημείο και μετά δεν τον έχουν ανάγκη οι μαθητές του. Αληθινά «παιδαγωγού μεγίστου εγκώμιον γενοιτ’ αν το μηκέτι δείσθαι του παρ’ αυτού φυλακής εις σωφροσύνην το υπ’ αυτού παιδαγωγηθέντα νέον, εις μείζονα επιδόντα αρετήν» (P.G. 48 859, 860 και 63, 768).
          Δεν θα ήταν υπερβολή να ισχυριστούμε ότι οι τρεις τιμώμενοι διδάσκαλοι της Εκκλησίας  δεν άφησαν θέμα παιδαγωγικό και διδακτικό το οποίο να μην το έχουν αντιμετωπίσει. Τους απασχόλησε ο σκοπός της αγωγής και παιδείας των νέων, η προσωπικότητα του παιδαγωγού, η μεθοδικότητα της διδασκαλίας, η ελκυστικότητα του μαθήματος, οι αντιληπτικές ικανότητες και δυνατότητες των μαθητών, τα μέσα αγωγής, οι ποινές και οι αμοιβές, το μεγάλο θέμα του επαγγελματικού προσανατολισμού, η διδασκαλία με εποπτικό τρόπο.



Αγαπητές και Αγαπητοί, συνάδελφοι,

Σήμερα ζούμε σε μια κοινωνία μεταλλαγών και εξελίξεων με κύριο γνώρισμα την εξέλιξη της τεχνολογίας και την εξάπλωση της πολυπολιτισμικότητας. Μια πρωτοπόρα αξιοποίηση της παιδευτικής διαχρονικής παράδοσης των Τριών Ιεραρχών και όλων των πνευματικών συνοδοιπόρων της Ορθοδοξίας και του Ελληνισμού σημαίνει αντιμετώπιση της νέας αυτής πραγματικότητας και πρόκλησης  ναι μεν, με νέους τρόπους μέσα και μορφές αγωγής και διδασκαλίας των νέων που θα διακρίνονται από εκσυγχρονισμό, ρεαλισμό, υπευθυνότητα και αποτελεσματικότητα, αλλά πρωτίστως από αγάπη. Οι Τρεις Ιεράρχες όπως και όλοι οι πνευματικοί συνοδοιπόροι της Εκκλησίας, πίστευαν ότι το μεγαλύτερο σχολείο είναι το σχολείο της αγάπης και ότι η αγωγή των  νέων είναι η πιο σπουδαία τέχνη. Η αγάπη για τους μαθητές του είναι το βασικό γνώρισμα του παιδαγωγού, όπως είναι και το κύριο γνώρισμα του Χριστιανισμού.(P.G.63,213)
Ένα σχολείο που θα το χαρακτηρίζαμε σήμερα «χριστιανικό» αποβλέπει σε μια αποτελεσματική αγωγή, η οποία προάγει με την  Παιδαγωγική της Αγάπης του Θεού, την ατομικότητα του παιδιού – εφήβου μαθητή και εξανθρωπίζει την κοινωνία.
          Οι μαθητές, σαν εσάς Αγαπητά μας παιδιά, σ΄ ένα τέτοιο τύπο σχολείου:
          Συνεχίζουν με περηφάνεια τη μακρά παιδευτική παράδοση του Γένους των Ελλήνων, των πατέρων τους και εμπνέονται από το αθάνατο ελληνικό πνεύμα. Κατά το «Έλληνες εισίν οι της ημετέρας παιδείας μετέχοντες». Οι μαθητές αυτοί του σχολείου τρέφουν, το πνεύμα τους με την ελληνορθόδοξη παιδεία και διαιωνίζουν τα ελληνορθόδοξα ιδεώδη και ιδανικά.
          Η παιδεία που παρέχει ένα τέτοιο σχολείο είναι παιδεία ξεχωριστή και εξαιρετική, γιατί είναι ριζωμένη στον ανεξάντλητο πλούτο της ελληνορθόδοξης πίστης και στην ανεκτιμήτου αξίας Κλασσική, Βυζαντινή και Νεώτερη ελληνική κληρονομία.
          Η ελληνική αυτή παιδεία είναι παιδεία και αγωγή, η οποία έχει ως σταθερό θεμέλιο και απαρασάλευτη βάση την ομορφιά – «το κάλλος» και τον πολιτισμό που αποπνέει η γλώσσα μας η Ελληνική «η γλώσσα των αρχαίων φιλοσόφων και συγγραφέων, η γλώσσα του Ευαγγελίου, των Πατέρων της Εκκλησίας και των Οικουμενικών Συνόδων», στην οποία διδάσκονται όλα τα μαθήματα του Ωρολογίου Προγράμματος των σχολείων μας.
          Ένα τέτοιο σχολείο κατανοεί τις όντως ιδιαίτερες και εξαιρετικές συνθήκες ζωής που ζουν τα παιδιά και οι έφηβοι σήμερα όπου δάσκαλοι και καθηγητές τους προσφέρουν το «άριστο και το μέγιστο».
          Ένα τέτοιο σχολείο αποβαίνει για τα παιδιά και τους εφήβους ένας χώρος όπου η μόρφωση και η αγωγή έχουν όσο το δυνατόν διαμαθησιακό, παιδευτικό χαρακτήρα και στόχο.
          Ένα τέτοιο σχολείο συνδυάζει την πολυμάθεια όχι μόνο με το «ευ πράττειν», αλλά και με το «ευ είναι» και με το «ευ γίγνεσθαι».
          Ένα τέτοιο σχολείο παροτρύνει τους μαθητές με τα λόγια του Αποστόλου Παύλου, του Αποστόλου της Ευρώπης και του κόσμου στην προς Φιλιππισίους επιστολή του: «Όσα αληθή, όσα σεμνά, όσα δίκαια, όσα αγνά, όσα προσφιλή, όσα εύφημα ει τις αρετή και ει τις έπαινος,  ταύτα λογίζεσθε».
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ (ενδεικτική)
Αγουριδης Σ., “Ο κοινωνικός χαρακτήρ της Ορθοδοξίας”, Θεσσαλονίκη 1962
ΑΛΕΞΙΟΥ Ι. Αστέρες πολύφωτοι, Αθήνα 1985.
Γεωργαντζής Π., “Οι τρεις Ιεράρχες ως διδάσκαλοι”, Ξάνθη 2002
ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΥ Γ. Ο φωστήρ της Καισαρείας, Αθήναι 1979.
Δυοβουνιωτης Κ., “Περί διδασκόντων και διδασκομένων κατά τον Μέγαν Βασίλειον”, Αθήναι 1923
 Εξαρχου Β., “Παιδαγωγικαί γνώμαι του Μεγ. Βασιλείου”, Αθήναι 1938
Ζησης Θ., “Οι Τρεις Ιεράρχες και η πνευματική πορεία του Γένους”, Θεσσαλονίκη 1982
Ζηζιούλα Ιω., Ελληνισμός και Χριστιανισμός. Η συνάντηση των δύο κόσμων, έκδ. Αποστολική Διακονία, Αθήνα 2003.
Ιωαννιδης Ι., “Οι Τρεις Ιεράρχες ως Οικουμενικοί Διδάσκαλοι και Παιδαγωγοί”, Θεσσαλονίκη 1983
ΚΑΡΜΙΡΗ Ι.Η Εκκλησιολογία των Τριών Ιεραρχων,Αθήναι 1962.
ΚΟΓΚΟΥΛΗ ΙΩ. Η διαπροσωπική εμπιστοσύνη στην Παιδαγωγική επικοινωνία διδάσκοντος και διδασκομένου και οι τρεις Ιεράρχες, Θεσσαλονίκη 1999,
Κυρατσος Διονυσιοσ (Μητροπολίτης Δράμας), “Οι τρεις Ιεράρχες ως Πατέρες της Εκκλησίας”, Αθήναι 1988
Mαστρογιαννοπουλος ηλιας (Αρχιμανδρίτης), “Οι Πατέρες της Εκκλησίας και ο Άνθρωπος”, Αθήναι 1979
Ματσούκα N., Ιστορία της Βυζαντινής Φιλοσοφίας, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1994
Μπαλανος Δ., “Διατί η εορτή των Τριων Ιεραρχών εθεσπίσθη ως εορτή της παιδείας”, Αθήναι 1948
ΜΠΟΥΓΑΤΣΟΥ Ν.,Κοινωνική διδασκαλία των ελλήνων Πατέρων,Αθήναι τ.Α΄1980,τ.Β΄1982,τ.Γ΄1984.
ΜΠΡΑΤΣΙΩΤΟΥ Π.,Η εργασία κατά τους Τρεις Ιεράρχες, Αθήναι 1958.
Μωραϊτης Δ., “Παιδαγωγικαί ιδέαι των Τριών Ιεραρχών”, Αθήναι 1968
ΝΕΥΡΑΚΗ Ν.,Οι Τρεις Ιεράρχες Χθες-Σήμερα-Αύριο Αθήνα 1997.
Παπαδοπουλος σ., Πατρολογία, τ. Α’, Αθήνα 1982
Παρασκευαϊδης Χριστοδουλος (Αρχιεπίσκοπος Αθηνών), “Προς την Εκπαιδευτική Κοινότητα με την ευκαιρία του εορτασμού των Τριών Ιεραρχών”, Εν Αθήναις 2003
Προβατάκης Θ., “Ιερά Μονή Παναγίας Εικοσιφοίνισσας Παγγαίου”, 1998
ΣΩΤΗΡΙΟΥ Γ. Οι Άγιοι Τρεις Ιεράρχες, Θεσσαλονίκη 1995.
ΤΣΑΓΚΑ ΙΩ.,Ο Ιω. Χρυσόστομος ως παιδαγωγός στο: Kοινωνία τ.1,ο Αθήνα 2007
ΤΣΑΓΚΑ ΙΩ Η Αξία και η αναγκαιότητα του σχολείου, Kοινωνία  τ.4ο Αθήναι 2007
Υ.Π.Π.Ο. – Μουσείου Βυζαντινού Πολιτισμού,  “Θησαυροί του Αγίου Όρους”, Θεσσαλονίκη 1997
ΦΕΙΔΑ ΒΛ., Σχέσις Εκκλησίας και πολιτείας κατά τους Τρεις Ιεράρχας Αθήναι 1977.
Φιλιππιδης Λ., “Οι Τρεις Ιεράρχαι και τα ιδανικά της παρ΄ ημιν παιδείας”, Αθήναι 1949.
ΦΛΟΡΟΦΣΚΥ Γ., Οι ανατολικοί Πατέρες του 4ου αιώνα, Θεσσαλονίκη 1991
ΧΑΡΩΝΗ Β.@ ΛΑΝΑΡΑ ΟΥΡ., Παιδαγωγική Ανθρωπολογία Ιω.Χρυσοστόμου,τ.1-4 Αθήναι 1994-1996

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου