Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2016

''[...]Η Β’ Σύνοδος του Βατικανού αποτελεί µεγάλο ιστορικό γεγονός όχι µόνο για τη Ρωµαιοκαθολική Εκκλησία, αλλά και για ολόκληρο το Χριστιανικό κόσµο'';

ΗΜΕΡΙΔΑ Β’ Οικουµενική Σύνοδος Βατικανού 50 χρόνια Πίστης και Ελπίδας

Σάββατο 9 Νοεµβρίου 2013 - Λεόντειο Λύκειο Πατησίων



50 Χρόνια από τη συγκρότηση της Β’ Συνόδου του Βατικανού: Σκέψεις ενός Ορθόδοξου Επισκόπου

Εισήγηση του Σεβ. Μητροπολίτου Δηµητριάδος και Αλµυρού κ. Ιγνατίου

Η Β’ Σύνοδος του Βατικανού αποτελεί µεγάλο ιστορικό γεγονός όχι µόνο για τη Ρωµαιοκαθολική Εκκλησία, αλλά και για ολόκληρο το Χριστιανικό κόσµο. Ιδιαίτερα για την Ορθόδοξη Εκκλησία το γεγονός αυτό ενέχει εξαιρετική σηµασία, η οποία εξακολουθεί ακόµη να υφίσταται, και θα συνεχιστεί ακόµα για µεγάλο χρονικό διάστηµα. Αποτελεί, συνεπώς, χρέος για κάθε Ορθόδοξο πιστό και ιδιαίτερα για έναν υπεύθυνο επίσκοπο της Ορθοδόξου Εκκλησίας, να στοχαστεί επάνω στη σηµασία του ιστορικού αυτού γεγονότος µε την ευκαιρία της συµπληρώσεως µιας ολόκληρης πεντηκονταετίας από την πραγµατοποίησή του.

Ποιες αλλαγές επέφερε το γεγονός αυτό στη ζωή της Ρωµαιοκαθολικής Εκκλησίας και πώς επηρεάζουν οι αλλαγές αυτές τις σχέσεις Ρωµαιοκαθολικών και Ορθοδόξων; 
Πού βαδίζουν οι σχέσεις αυτές µετά την παρέλευση 50 ολόκληρων χρόνων, και τι µπορούµε να ελπίζουµε για το µέλλον των σχέσεων των δύο µεγάλων παραδόσεων του Χριστιανισµού µε βάση τις αρχές που έθεσε η Β’ Σύνοδος του Βατικανού; 

Στα ερωτήµατα αυτά θα ήθελα να επικεντρώσω την παρέµβασή µου, στη σηµερινή συνάντηση.
1. Οι αλλαγές στη στάση της Ρωµαιοκαθολικής Εκκλησίας απέναντι στις άλλες Εκκλησίες και οµολογίες Είναι γνωστό ότι πριν από τη σύγκληση της Β’ Βατικανικής Συνόδου το Βατικανό απέρριψε κατηγορηµατικά κάθε συµµετοχή της Ρωµαιοκαθολικής Εκκλησίας στην Οικουµενική Κίνηση. Η Κίνηση αυτή είχε αρχίσει να εκδηλώνεται στις αρχές του 20ου αιώνα και σ’ αυτήν συµµετείχε από την αρχή, και µάλιστα µε ρόλο πρωταγωνιστικό, και η Ορθόδοξη Εκκλησία. Το Οικουµενικό Πατριαρχείο ήδη το 1902 µε εγκύκλιο του Οικουµενικού Πατριάρχου Ιωακείµ Γ’ απευθύνθηκε προς τις Ορθόδοξες Εκκλησίες µε την προτροπή να αναπτύξουν σχέσεις αδελφικές µε τις µη Ορθόδοξες Εκκλησίες και οµολογίες, το δε 1920 µε τη γνωστή Συνοδική Εγκύκλιο απηύθυνε πρόσκληση προς όλες τις χριστιανικές Εκκλησίες να συγκροτήσουν «Κοινωνίαν» στα πρότυπα της «Κοινωνίας των Εθνών» της εποχής εκείνης. Αυτό αποτέλεσε τη βάση για τη δηµιουργία του Παγκόσµιου Συµβουλίου Εκκλησιών στο Άµστερνταµ το 1947, στο οποίο µετείχαν όλες οι εκτός του λεγόµενου «Σιδηρού Παραπετάσµατος» (κοµµουνιστικών κρατών) Ορθόδοξες Εκκλησίες. Την Κίνηση αυτή την αντιµετώπισε αρνητικά το Βατικανό και δεν θέλησε να συµµετάσχει σ’ αυτήν µε κανένα τρόπο. Ιδιαίτερα ως προς την Ορθοδοξία, συνεχίστηκε η στάση του παρελθόντος, να καλείται, δηλαδή, από τον Πάπα να «επανέλθει» στους κόλπους της Ρωµαιοκαθολικής Εκκλησίας από την οποία είχε «αποσχισθεί». Χαρακτηριστικό της στάσεως του Βατικανού προς τους Ορθοδόξους ήταν το γεγονός ότι, όταν εκλήθη ο Πάπας Πίος ο 12ος να στείλει αντιπροσωπεία στους επίσηµους εορτασµούς του Αποστόλου Παύλου, που διοργάνωσε η Εκκλησία της Ελλάδος το 1952 µε συµµετοχή των Ορθόδοξων Εκκλησιών και των Προτεσταντικών οµολογιών, το Βατικανό απήντησε αρνητικά µε επιστολή προς τον τότε Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Σπυρίδωνα, που την υπέγραφε ως Γραµµατεύς του (οποία ιστορική ειρωνεία!), ο µετέπειτα Πάπας Παύλος Στ’! Η στάση αυτή άλλαξε άρδην µε τον αοίδιµο Πάπα Ιωάννη 23ο και τη Β’ Σύνοδο του Βατικανού που συνεκάλεσε. Έκτοτε και µε ταχύτατους ρυθµούς αναπτύσσονται στενές σχέσεις µε τους Ορθοδόξους, αρχικά µε το Οικουµενικό Πατριαρχείο, µε πρωτοστάτες από πλευράς Πατριαρχείου τον αοίδιµο Πατριάρχη Αθηναγόρα και από µέρους του Βατικανού τον Πάπα Παύλο Στ’, ο οποίος συναντάται µε τον Πατριάρχη Αθηναγόρα στα Ιεροσόλυµα το 1964 και καθιερώνεται τακτική ανταλλαγή επισκέψεων επισήµων αντιπροσωπειών των δύο Εκκλησιών κατά τις ετήσιες θρονικές εορτές τους και σε άλλες ευκαιρίες. Το κλίµα αλλάζει ριζικά, και οι Ορθόδοξοι, αντί να αποκαλούνται από τη Ρώµη «σχισµατικοί», ονοµάζονται «Αδελφαί Εκκλησίαι» και καθιερώνεται από το 1980 επίσηµος θεολογικός διάλογος µεταξύ της Ορθοδόξου και της Ρωµαιοκαθολικής Εκκλησίας, ο οποίος και συνεχίζεται µέχρι σήµερα µε τη συµµετοχή όλων των Ορθοδόξων αυτοκεφάλων Εκκλησιών. Η Ρωµαιοκαθολική Εκκλησία µετέχει έκτοτε στην Οικουµενική κίνηση και, παρά το ότι δεν αποτελεί µέλος του Παγκόσµιου Συµβουλίου Εκκλησιών, συνδέεται µαζί του και βρίσκεται σε διάλογο µε όλες τις Χριστιανικές Εκκλησίες και οµολογίες, προωθώντας την χριστιανική ενότητα µε την φροντίδα του «Ποντιφηκού Συµβουλίου για την προαγωγή της ενότητας των χριστιανών». Όλη αυτή η ιστορική αλλαγή της στάσεως της Ρωµαιοκαθολικής Εκκλησίας επισηµοποιήθηκε µε αποφάσεις της Β’ Βατικανής Συνόδου, ιδιαίτερα µε το περί Οικουµενισµού Διατάγµατός του που φέρει τον τίτλο Unitatis Redindegratio και το οποίο θέτει τις βάσεις και για τις σχέσεις Ρωµαιοκαθολικισµού και Ορθοδοξίας. Στο ιστορικό αυτό κείµενο θα επανέλθουµε σε λίγο, αφού πρώτα επισηµάνουµε την ευρύτερη σηµασία των αλλαγών που επέφερε η Σύνοδος αυτή για το Χριστιανισµό γενικότερα. Είναι γνωστό ότι η δεύτερη χιλιετία της ιστορίας της Εκκλησίας περιέχει µελανές σελίδες, για τις οποίες πρέπει να λυπούµεθα. Ενώ στην πρώτη χιλιετία, παρά τις διαφορές και διενέξεις που εκδηλώθηκαν κατά καιρούς, η Ανατολή και η Δύση διατήρησαν την ενότητά τους, µετά το µεγάλο Σχίσµα µεταξύ της Ρώµης και Κωνσταντινουπόλεως το 1054µ.Χ. οι δύο µεγάλες αυτές παραδόσεις, τις οποίες ο αείµνηστος Ορθόδοξος θεολόγος π. Γεώργιος Φλορόβσκι αποκαλεί «σιαµαίες αδελφές», αποξενώθηκαν η µία από την άλλη, ακολούθησαν ανεξάρτητους δρόµους και , το χειρότερο, ανέπτυξαν εχθρότητα και πολεµική στάση µεταξύ τους. Έτσι εψύγη η αγάπη που πρέπει να συνδέει όσους πιστεύουν στον Διδάσκαλο της αγάπης, εµποδίζοντας και τον υπόλοιπο κόσµο να πιστέψει στο Ευαγγέλιο. Πρόκειται, πράγµατι, για µια τραγική περίοδο της ζωής της Εκκλησίας του Χριστού. Το πρώτο, λοιπόν, και ίσως το πιο σηµαντικό πράγµα που προσέφερε η Β’ Σύνοδος του Βατικανού είναι η επαναφορά της αγάπης, µεταξύ των χριστιανών. Όσο βαθιές και αν είναι οι διαφορές µεταξύ των χριστιανών στα θέµατα της πίστεως, δεν δικαιολογείται µε κανένα τρόπο η εχθρότητα µεταξύ τους. Πρέπει, κατά τον Απόστολο Παύλο, να «αληθεύουν εν αγάπη», διότι χωρίς αγάπη η πίστη είναι κενή περιεχοµένου, όπως διακηρύττει ο ίδιος Απόστολος στο 13ο κεφάλαιο της Α’ προς Κορινθίους επιστολής του. Στην πράξη αυτό εσήµανε ότι θα έπρεπε να δοθεί τέλος σε κάθε πράξη προσηλυτισµού µεταξύ των Χριστιανών και να πυκνώνουν οι επαφές µεταξύ τους µε προσφορά βοήθειας του ενός προς τον άλλο στις δύσκολες περιστάσεις της ζωής τους. Αυτό σε µεγάλο βαθµό έχει γίνει πράξη και µεταξύ Ορθοδόξων και Ρωµαιοκαθολικών, την οποία δεν µπορούν να επισκιάσουν µεµονωµένα παραδείγµατα περί του αντιθέτου. Χρειάζεται, πάντως, εγρήγορση για να µην επανέλθουµε στην πολεµική ατµόσφαιρα της προ της Β’ Βατικανής Συνόδου εποχής. 2. Αλλαγές στην Εκκλησιολογία Η Β’ Βατικανή Σύνοδος δεν εισήγαγε απλώς το πνεύµα της αγάπης µεταξύ του χριστιανού, αλλά άνοιξε και τους εκκλησιολογικούς ορίζοντες της Ρωµαιοκαθολικής Εκκλησίας µε θεολογικές ιδέες που βοηθούν και διευκολύνουν την προσέγγισή της µε όσους βρίσκονται εκτός της Ρωµαιοκαθολικής Εκκλησίας. Θα µπορούσε κανείς να µνηµονεύσει πλείστα σηµεία τέτοιου ανοίγµατος των εκκλησιολογικών οριζόντων, αλλά, ας µου επιτραπεί να περιοριστώ στα εξής: 1. Με την περί Εκκλησίας Διάταξη Lumen gentium, η Β’ Σύνοδος του Βατικανού εισήγαγε στην εκκλησιολογία την ιδέα του λαού του Θεού. Σύµφωνα µε την ιδέα αυτή , η Εκκλησία δεν ορίζεται από το ιερατείο, ούτε καν από τον επίσκοπο Ρώµης ως άτοµο, αλλά από ολόκληρο το σώµα της Εκκλησίας, δηλαδή από τους βαπτισµένους στο όνοµα της Αγίας Τριάδος πιστούς. Η ιδέα αυτή είχε δύο βασικές συνέπειες. Πρώτον, εξαίρει τη σπουδαιότητα των λαϊκών στο σώµα της Εκκλησίας, και δεύτερον επιτρέπει στους µη Ρωµαιοκαθολικούς να βρίσκονται σε κάποια εκκλησιολογική σχέση µε τη Ρωµαιοκαθολική Εκκλησία. Έτσι, το Διάταγµα αυτό αναγνωρίζει κάποια σχέση ατελούς εκκλησιαστικότητας µε τους εκτός της Ρωµαιοκαθολικής Εκκλησίας, καθώς και την ύπαρξη σ’ αυτούς δωρεών του Αγίου Πνεύµατος µε διάφορες µορφές. Το θέµα της σχέσεως της Εκκλησίας µε τις άλλες θρησκείες αντιµετωπίζεται σε άλλα κείµενα της Συνόδου, αλλά και αυτό διέπεται από το πνεύµα ειρηνικής προσεγγίσεως και διαλόγου, µακριά από διάθεση συγκρούσεως και πολεµικής. 2. Στο περί Οικουµενισµού Διάταγµα η Σύνοδος προβαίνει σε µια διάκριση, ιδιαίτερα σηµαντική για τους Ορθοδόξους. Πρόκειται για τη διάκριση µεταξύ «εκκλησιαστικών κοινοτήτων» και «εκκλησιών». Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν οι διάφορες Προτεσταντικές οµολογίες, ενώ η Ορθόδοξος Εκκλησία αναγνωρίζεται ως «Εκκλησία» µε πλήρη εκκλησιολογική έννοια. Έτσι διατυπώνεται σαφώς η θέση ότι στην Ορθόδοξη Εκκλησία παρέχονται όλα τα µέσα της σωτηρίας µε τη Θεία Ευχαριστία και τα λοιπά Μυστήρια, τα οποία θεωρούνται έγκυρα και σωστικά. Οι Ορθόδοξες Εκκλησίες κατέχουν πλήρως την Αποστολική διαδοχή, η οποία εκφράζεται στην Ιερωσύνη και τη Θεία Ευχαριστία, και για τον λόγο αυτό η µυστηριακή κοινωνία µε τους Ορθοδόξους, µε την άδεια των κατά τόπους εκκλησιαστικών αρχών, όχι µόνο είναι δυνατή, αλλά και «συνιστάται». Είναι ενδιαφέρον ότι το Διάταγµα αυτό πουθενά δεν αναφέρει την ανάγκη κοινωνίας των Ορθοδόξων µε τον επίσκοπο Ρώµης ως sine qua non conditio της εκκλησιαστικότητάς των. Η διαίρεση των Ορθοδόξων από τους Ρωµαιοκαθολικούς αποδίδεται στο Διάταγµα αυτό σε «εξωτερικά κίνητρα» και στην έλλειψη αµοιβαίας κατανοήσεως και αγάπης». 3. Είναι άξιο σηµειώσεως ότι το περί Οικουµενισµού Διάταγµα της Συνόδου αναφέρει ρητά οι Ορθόδοξες Εκκλησίες έχουν πλήρες το δικαίωµα της αυτοδιοικήσεως των σύµφωνα µε το δικό τους Κανονικό Δίκαιο. Δεν είναι δηλαδή, υποχρεωµένες να υπόκεινται διοικητικά στη Ρώµη, οφείλουν όµως να λαµβάνουν πάντοτε υπ΄ όψιν των την ενότητα της όλης Εκκλησίας (υπονοείται η κοινωνία µε την Εκκλησία της Ρώµης). 4. Αποδίδεται ιδιαίτερος σεβασµός στον πλούτο της θεολογίας, της λατρείας και της πνευµατικής ζωής της Ορθοδοξίας. 5. Καταβάλλεται προσπάθεια αµβλύνσεως του ζητήµατος των ελληνορρύθµων καθολικών (ουνίας), χωρίς, δυστυχώς, να προσφέρεται καµιά ικανοποιητική για τους ορθοδόξους λύση – πράγµα που εξακολουθεί να αποτελεί τροχοπέδη στις σχέσεις των δύο Εκκλησιών, Ορθοδόξου και Ρωµαιοκαθολικής, και που πρέπει να αντιµετωπισθεί οπωσδήποτε. 6. Αξιοσηµείωτη είναι η περί συλλογικότητας των επισκόπων στην περί Εκκλησίας διάταξη. Η ιδέα αυτή, η οποία για πρώτη φορά εισάγεται στην επίσηµη διδασκαλία της Ρωµαιοκαθολικής Εκκλησίας, αν και δεν είναι πλήρως ικανοποιητική από Ορθοδόξου απόψεως (βλ. κριτική του Ιωάννου Ζηζιούλα, Μητρ. Περγάµου, στην διδακτορική διατριβή του περί Ενότητος της Εκκλησίας), ενισχύει την έννοια της συνοδικότητας, η οποία είναι καίριας σηµασίας για την προσέγγιση Ορθοδοξίας καί Ρωµαιοκαθολικισµού. Στο σηµείο αυτό πρέπει να εξαρθεί η σηµασία της αποδοχής και εκ µέρους των Ρωµαιοκαθολικών στο κοινό κείµενο της Ραβέννας ότι το πρωτείο στην Εκκλησία ασκείται µόνο στο πλαίσιο της Συνοδικότητας. Ελπίζουµε αυτό να µη µείνει κενό γράµµα, αλλά να εφαρµοστεί και στην πράξη της Εκκλησίας. Κάτι τέτοιο θα διευκόλυνε τα µέγιστα την προσέγγιση των δύο Εκκλησιών. 7. Ιδιαίτερης σπουδαιότητας από την άποψη των Ορθοδόξων είναι η διδασκαλία της Β’ Βατικανής Συνόδου περί της τοπικής Εκκλησίας. Είναι γνωστόν ότι µεταξύ της Ορθοδόξου και της Ρωµαιοκαθολικής εκκλησιολογίας υφίστατο πάντοτε διαφορά ως προς τη σχέση τοπικής και παγκοσµίου Εκκλησίας. Η Α’ Σύνοδος του Βατικανού ανέπτυξε την ιδέα της παγκοσµίου εκκλησιολογίας, σύµφωνα µε την οποία η τοπική Εκκλησία ενωµένη περί τον επίσκοπο και ἐν τῇ Θείᾳ Ευχαριστίᾳ αποτελεί µέρος της παγκόσµιας Εκκλησίας υπό τον επίσκοπο Ρώµης. Οι Ορθόδοξοι πάντοτε υπεστήριζαν ότι κάθε τοπική Εκκλησία ενωµένη περί τον επίσκοπό της αποτελεί πλήρη και, κατά την έκφραση του Αγίου Ιγνατίου Αντιοχείας, «καθολική εκκλησία». Τη θέση αυτή ανέπτυξαν ιδιαιτέρως τον παρελθόντα αιώνα Ορθόδοξοι θεολόγοι, όπως κυρίως ο π. Νικόλαος Αφανάστεφ, οι π. Ιωάννης Μέγιεντερφ και Αλέξανδρος Σµέµαν, καθώς και ο Μητροπολίτης Περγάµου Ιωάννης Ζηζιούλας. Τη θέση αυτή για πρώτη φορά και σε διαφοροποίηση από την Α’ Βατικανή Σύνοδο υιοθέτησε και η Β’ Σύνοδος του Βατικανού καλώντας την τοπική Εκκλησία πλήρη και καθολική εκκλησία, φέρνοντας έτσι εγγύτερα µεταξύ τους την Ορθόδοξη και Ρωµαιοκαθολική εκκλησιολογία. Οι συνέπειες της προσέγγισης αυτής είναι ιδιαίτερα σηµαντικές, µεταξύ των άλλων, και για τη σηµασία της Συνοδικότητας για την ενότητα της Εκκλησίας. 3. Ο Θεολογικός Διάλογος Ορθοδόξου και Ρωµαιοκαθολικής Εκκλησίας Ο σπουδαιότερος, ίσως, καρπός της Β’ Βατικανής Συνόδου, όσον αφορά στους Ορθοδόξους, είναι ο επίσηµος θεολογικός διάλογος που προέκυψε µεταξύ των δύο Εκκλησιών. Ο διάλογος αυτός ακολούθησε την άρση των αναθεµάτων του 1054 µ. Χ. µεταξύ Ρώµης και Κωνσταντινουπόλεως, η οποία καθιέρωσε, θα έλεγε κανείς, τον «διάλογο της αγάπης» µεταξύ των δύο Εκκλησιών, για να αποτελέσει τον «διάλογο της αληθείας» κατά το «ἀληθεύοντες ἐν ἀγάπῃ» του Αποστόλου Παύλου. Τον θεολογικόν διάλογον αυτόν απεφάσισεν η Γ’ Πανορθόδοξος Διάσκεψις της Ρόδου και έτυχεν αµέσως της αποδοχής του Πάπα Παύλου Στ’ µε το πασχάλιο Γράµµα του προς τους Προκαθηµένους των Ορθοδόξων Εκκλησιών. Κατόπιν προετοιµασίας, µε την οποία συµφωνήθηκαν η θεµατολογία και η µεθοδολογία του διαλόγου, η επίσηµη έναρξή του έγινε στην Πάτµο και τη Ρόδο την ηµέρα της Πεντηκοστής του 1980. Έκτοτε ο διάλογος διεξάγεται «ἐπὶ ἴσοις ὅροις», όπως συµφωνήθηκε, προς αποφυγήν επαναλήψεως δυσάρεστων εµπειριών του παρελθόντος, µε κεντρικό θέµα την εκκλησιολογία και µε µέθοδο την συζήτηση των διαιρούντων ζητηµάτων, αφού πρώτα εξετασθούν και τεθούν ως βάση τα ενούντα τις δύο πλευρές. Πρόκειται ασφαλώς για τον πιο σηµαντικό, αλλά συγχρόνως και τον πιο δύσκολο θεολογικό διάλογο. Και οι δύο πλευρές παραµένουν πιστές στα θέµατα του δόγµατος και της πίστεως, αλλά µε πνεύµα αγάπης και προσπάθεια γεφυρώσεως των διαφορών στη βάση της κοινής πίστεως της πρώτης µ.Χ. χιλιετίας, κατά την οποία Ανατολή και Δύση ευρίσκονταν σε πλήρη κοινωνία. Τα κοινά κείµενα που παρήγαγεν η Διµερής Επιτροπή του Διαλόγου µέχρι σήµερα είναι σηµαντικά. Το πρόβληµα της Ουνίας, το οποίο οξύνθηκε µετά την πτώση των κοµµουνιστικών καθεστώτων, οδήγησε στη διακοπή του Διαλόγου για πέντε περίπου χρόνια, επανελήφθη όµως ο Διάλογος και εξετάζει ήδη το ακανθώδες ζήτηµα του πρωτείου στην Εκκλησία, µε ιδιαίτερη αναφορά στο πρωτείο του επισκόπου Ρώµης. Η εκκλησιολογία της Β’ Συνόδου του Βατικανού µε τα ανοίγµατα που έκανε προς την κατεύθυνση της Ορθοδόξου εκκλησιολογίας, ιδιαίτερα στο θέµα της τοπικής Εκκλησίας και της συνοδικότητας, ελπίζουµε να βοηθήσει την προσέγγιση και στο θέµα αυτό. Ο δρόµος όµως είναι ακόµα µακρύς, διότι δεν είναι εύκολο να λυθούν προβλήµατα που συσσωρεύθηκαν επί χίλια χρόνια χωρισµού, και θα απαιτηθεί χρόνος και υποµονή. Αποτελεί όµως χρέος µας έναντι του Κυρίου και της ιστορίας να συνεχίσουµε την προσπάθεια. 4. Γενικότερης φύσεως θέµατα Η Β’ Βατικανή Σύνοδος δεν ασχολήθηκε µόνο µε θεολογικά και εκκλησιολογικά θέµατα, ούτε περιορίστηκε στις σχέσεις της Ρωµαιοκαθολικής Εκκλησίας µε τις άλλες Εκκλησίες και Οµολογίες. Ο χαρακτήρας της ήταν κυρίως ποιµαντικός, και γι’ αυτό εκτός από θέµατα εσωτερικής φύσεως της Ρωµαιοκαθολικής Εκκλησίας (λατρεία, κανονικό δίκαιο κ.λ.π.) ασχολήθηκε και µε θέµατα που ενδιαφέρουν τον άνθρωπο της εποχής µας γενικότερα. Και η διδασκαλία της Συνόδου στα θέµατα αυτά δεν µπορεί παρά να ενδιαφέρει όλους µας, και εµάς τους Ορθοδόξους. Δεν είναι δυνατόν να µνηµονεύσουµε εδώ όλα τα σύγχρονα προβλήµατα, µε τα οποία ασχολήθηκεν η Σύνοδος˙ θα αναφερθούµε µόνον ενδεικτικά σε ορισµένα από αυτά. α) Το θέµα της θρησκευτικής ελευθερίας. Όπως είναι γνωστό σε όσους έχουν ασχοληθεί µε την Σύνοδο, δεν υπήρξεν εύκολη η λήψη αποφάσεως σ’ αυτό το θέµα: η πλάνη δεν έχει «δικαίωµα», λέγεται ότι υπεστήριξεν ένας εκ των καρδιναλίων. Η Σύνοδος όµως αποφάσισε να εναρµονίσει τη στάση της Ρωµαιοκαθολικής Εκκλησίας µε τις σχετικές διακηρύξεις των Ηνωµένων Εθνών περί θρησκευτικής ελευθερίας, καθώς και εκείνες του Παγκοσµίου Συµβουλίου Εκκλησιών (Άµστερνταµ 1948 και Ν. Δελχί 1961), σύµφωνα µε τις οποίες ο νόµος πρέπει να προστατεύει κάθε θρησκεία από οποιαδήποτε αυθαιρεσία και παραπλανητική ενέργεια, όπως ο προσηλυτισµός που εξαναγκάζει τον άνθρωπο µε διάφορα µέσα να προσχωρήσει σε κάποια θρησκεία κ.λ.π. Η σηµασία του θέµατος αυτού µόλις και είναι ανάγκη να τονιστεί, το δε ενδιαφέρον που παρουσιάζει είναι προφανές. Και στο σηµείο αυτό η Σύνοδος διόρθωσε το παρελθόν και άνοιξε νέους δρόµους. β) Με το Constitutio pastoralis η Σύνοδος προέβαλε τη σπουδαιότητα του κοινωνικού έργου της Εκκλησίας θεµελιώνοντάς το θεολογικά στην περί ανθρώπου διδασκαλία του Ευαγγελίου. Η ατοµική ηθική πρέπει να ενταχθεί στην κοινωνική ηθική στη βάση της βιβλικής διδασκαλίας ότι κάθε άνθρωπος είναι εικών του Θεού και όλοι αποτελούµε µέλη του ιδίου σώµατος. Στα πλαίσια αυτά τονίζεται η αξιοπρέπεια και ελευθερία του ανθρώπου, τα αγαθά του πολιτισµού κ.λ.π., και εκτίθενται οι θέσεις της Εκκλησίας ως προς τα θέµατα της οικογένειας, της πολιτιστικής προόδου κ.α. Στο ίδιο κείµενο τονίζεται ιδιαίτερα το θέµα της κοινωνικής δικαιοσύνης, της βοήθειας των πτωχών κ. λ. π. Ο πτωχός εξοµοιώνεται µε τον ίδιο τον Χριστό, κάτι που θυµίζει τον ιερό Χρυσόστοµο και φυσικά το ίδιο το Ευαγγέλιο (Ματθ. 25, 40). Με την απόφαση αυτή η Σύνοδος απαντά στην κοινωνική ηθική του άθεου ουµανισµού, ο οποίος λησµονεί ότι οι κοινωνικές αξίες που διακηρύττει είναι δάνεια από το Ευαγγέλιο. Η αναλυτική περιπτωσιολογία και ηθικολογία του κειµένου αυτού σε επί µέρους θέµατα ξενίζει κάπως τους Ορθοδόξους, οι οποίοι προτιµούν να αφήνουν τα ηθικά ζητήµατα στον προσωπικό πνευµατικό αγώνα του πιστού σε συνεργασία µε τον πνευµατικό του. Οι γενικές όµως αρχές του ποιµαντικού αυτού κειµένου της Συνόδου βρίσκουν στο σύνολό τους σύµφωνους τους Ορθοδόξους και αποτελούν µαρτυρίαν της Εκκλησίας στο σύγχρονο κόσµο. * Από τον πλούτο των αποφάσεων και της διδασκαλίας της Β’ Βατικανής Συνόδου επιλέξαµε µερικά µόνον σηµεία, τα οποία θεωρήσαµε σηµαντικά όχι µόνον για τους αδελφούς Ρωµαιοκαθολικούς, αλλά για κάθε χριστιανό και για µας τους Ορθοδόξους. Είναι βέβαια πολλά εκείνα που δεν εκφράζουν τις θέσεις της Ορθοδοξίας, όπως είναι φυσικό. Πέρα όµως από τα συγκεκριµένα θέµατα αυτό που προβάλλει ως εξαιρετικά σηµαντικό είναι αυτό τούτο το γεγονός της Συνόδου. Δεν είναι χωρίς σηµασία το ότι η Εκκλησία της Ρώµης αισθάνθηκε την ανάγκη να συγκροτήσει Σύνοδο. Μετά την Α’ Βατικανή Σύνοδο πολλοί πίστεψαν ότι αρκεί ο Πάπας για να εκφράσει τη διδασκαλία της Εκκλησίας, και µάλιστα αλάθητα! Να όµως που, ευτυχώς, τα πράγµατα δεν ήταν έτσι. Η Εκκλησία εκφράζεται σε ύψιστο βαθµό µόνον συνοδικώς. Είναι σηµαντικό αυτό για όλους εµάς που, δεν το κρύβουµε, προβληµατιζόµαστε µε το «αλάθητο» του Πάπα! Έπειτα, κάνει εντύπωση το γεγονός ότι, όπως είπεν ένας από τους Ορθοδόξους παρατηρητές της Συνόδου, ο αείµνηστος Paul Eudokimov, µε τη Σύνοδο αυτή η Ρωµαιοκαθολική Εκκλησία «αυτοανακρίνεται». Είναι τόσο αναγκαίο για όλους µας να κοιτάµε κριτικά τον εαυτό µας, για να διαπιστώνουµε αν οδηγούµε σωστά το σκάφος της Εκκλησίας. Η χωρίς αυτοκριτική αυτοπεποίθηση και έπαρση µπορεί να βλάψει σοβαρά την πορεία της Εκκλησίας. Αυτό αφορά ιδιαίτερα σ’ εµάς τους επισκόπους. Αναθεωρώντας την πεντηκονταετία που πέρασε από τη σύγκληση της Β’ Βατικανής Συνόδου βλέπουµε µπροστά µας µια Ρωµαιοκαθολική Εκκλησία πιο ανοιχτή απέναντί µας, χωρίς τη στάση εκείνη που επί χίλια χρόνια περίπου µάς έδινε την εικόνα εκείνου που θέλει να µας καθυποτάξει - µια εικόνα που εύλογα τροµάζει ακόµα τους Ορθοδόξους και κάνει πολλούς από αυτούς να βλέπουν µε καχυποψία κάθε φιλική προσέγγιση και κάθε διάλογό µας µε τη Ρώµη. Πρέπει να καταβάλουµε κάθε προσπάθεια και να αποφύγουµε κάθε αφορµή που θα επιβεβαίωνε αυτή την καχυποψία. Ζούµε σε µια κρίσιµη ιστορική περίοδο, κατά την οποία ο Χριστιανισµός στο σύνολό του απειλείται µε αφανισµό. Ας κοιτάξουµε τί συµβαίνει σήµερα στη Μέση Ανατολή, την ιστορική κοιτίδα του Χριστιανισµού, και ας προβληµατιστούµε. Ας ρίξουµε επίσης ένα βλέµµα στις ίδιες τις λεγόµενες χριστιανικές χώρες, για να δούµε πόσο ραγδαία αποχριστιανίζονται και εκκοσµικεύονται. Η ευθύνη βαρύνει όλους µας και ιδιαίτερα εµάς τους επισκόπους να κρατήσουµε ζωντανή τη φλόγα του Ευαγγελίου του Χριστού στους δύσκολους αυτούς καιρούς. Αυτές τις ταπεινές σκέψεις ενός ταπεινού Ορθοδόξου Επισκόπου θα ήθελα να µοιραστώ µαζί σας µε αφορµή την επέτειο της Β’ Βατικανής Συνόδου που τιµούµε εδώ σήµερα. Σας ευχαριστώ για την τιµή να µε ακούσετε. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου